- παρωνύχιο
- τοη ημικυκλική πτυχή τού δέρματος γύρω από κάθε νύχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ωνύχιον (< όνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνύχιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
περιωνύχιο — το το παρωνύχιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὄνυξ, υχος + επίθημα ιον, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek